- ρεβιζιονισμός
- ο(λ. γαλλ.), η τάση για αναθεώρηση ορισμένων από τις αρχές του μαρξισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρεβιζιονισμός — ο, Ν 1. το σύνολο τών σοσιαλιστικών θεωριών που δέχονται ότι ο επιστημονικός σοσιαλισμός, όπως διατυπώθηκε από τον Μαρξ, πρέπει να αναθεωρηθεί και κυρίως στον τομέα τών επαναστατικών εξελίξεων 2. η αναθεώρηση ή η δημόσια κριτική τής πολιτικής… … Dictionary of Greek
ρεβιζιονισμός (αναθεωρητισμός) — Χαρακτηρισμός των πρακτικών προσπαθειών ή των ιδεολογικών τάσεων που αποβλέπουν στην τροποποίηση (αναθεώρηση) ή στην κατάργηση των συνθηκών που ισχύουν μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών· με την αυστηρότερη έννοιά του, ο όρος προϋποθέτει την… … Dictionary of Greek
μαρξισμός — Όρος που αναφέρεται στις εξελίξεις και στις ερμηνείες που προκάλεσε η διδασκαλία του Μαρξ, κυρίως όταν, με τη δημιουργία των πρώτων σοσιαλιστικών κομμάτων, αποτέλεσε ιδεολογία μεγάλου μέρους του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος. Αρχικά, στη διάδοση … Dictionary of Greek
ρεβιζιονιστής — ο, θηλ. ρεβιζιονίστρια, Νοπαδός τού ρεβιζιονισμού, αυτός που αναθεωρεί βασικές αρχές τής μαρξιστικής πολιτικής ή θεωρίας, αλλ. αναθεωρητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. revisionist (βλ. ρεβιζιονισμός)] … Dictionary of Greek